- αντιστρεπτός
- -ή, -όή αντιστρέψιμος, -η, -ο αυτός που μπορεί να αντιστραφεί· αντιστρεπτό φαινόμενο, το (φυσ.), κάθε φυσική, χημική ή μηχανική μεταβολή που μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή, να αλλάξει τη φορά κατά την οποία εξελίσσεται, αν αλλάξουν οι συνθήκες πορείας του φαινόμενου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.